-
1 σκοπευτήριο(ν)
το тир, стрельбище -
2 σκοπευτήριο(ν)
το тир, стрельбище -
3 σκοπευτήριο
[скопэфтирио] ουσ. о. стрельбище, тир.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκοπευτήριο
-
4 σκοπευτήριο
[скопэфтирио] ουσ ο стрельбище, тир. -
5 тир
-
6 тир
το σκοπευτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тир
-
7 стрельбище
стрельбищес τό σκοπευτήριο[ν]. -
8 тир
тирм τό σκοπευτήριο. -
9 range
[rein‹] 1. noun1) (a selection or variety: a wide range of books for sale; He has a very wide range of interests.) φάσμα, πεδίο, έκταση, ποικιλία2) (the distance over which an object can be sent or thrown, sound can be heard etc: What is the range of this missile?; We are within range of / beyond the range of / out of range of their guns.) βεληνεκές, ακτίνα, εμβέλεια δράσης3) (the amount between certain limits: I'm hoping for a salary within the range $30,000 to $34,000; the range of a person's voice between his highest and lowest notes.) γκάμα, κλίμακα, εύρος4) (a row or series: a mountain range.) σειρά5) (in the United States, land, usually without fences, on which cattle etc can graze.) ανοιχτό βοσκοτόπι6) (a place where a person can practise shooting etc; a rifle-range.) πεδίο βολής, σκοπευτήριο7) (a large kitchen stove with a flat top.) στόφα2. verb1) (to put in a row or rows: The two armies were ranged on opposite sides of the valley.) παρατάσσω2) (to vary between certain limits: Weather conditions here range between bad and dreadful / from bad to dreadful.) κυμαίνομαι, ποικίλλω3) (to go, move, extend etc: His talk ranged over a number of topics.) εκτείνομαι, απλώνομαι•- ranger -
10 стрельбище
[στριέλ'μπιστσιε] ουσ. ο. σκοπευτήριο -
11 тир
[τίρ] ουσ. α σκοπευτήριο -
12 стрельбище
[στριέλ'μπιστσιε] ουσ ο σκοπευτήριο -
13 тир
[τίρ] ουσ α σκοπευτήριο -
14 тир
-а α.σκοπευτήριο.
См. также в других словарях:
σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… … Dictionary of Greek
σκοπευτήριο — το χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος όπου ασκούνται στη σκόπευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Schießstand von Kesariani — Der Schießstand von Kesariani (griechisch σκοπευτήριο της Καισαριανής, Skopeftirio tis Kesarianis) diente der deutschen Besatzungsmacht in Griechenland als Hinrichtungsstätte für 600 Erschießungen. In den 1980er Jahren wurde er… … Deutsch Wikipedia
Κωνσταντοπούλου, Ηρώ — (Αθήνα 1927 – 1944). Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44), όταν ακόμη ήταν μαθήτρια γυμνασίου, εντάχθηκε στις τάξεις της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΠΟΝ και ανέπτυξε έντονη δράση, για την οποία και συνελήφθη από… … Dictionary of Greek
σκοποβολείο — το σκοπευτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)